πυγούσιος

πυγούσιος
πῠγούσιος, α, ον, poet. for πυγονιαῖος,
A of the length of a πυγών, Od. 10.517, 11.25, Arat.896.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυγούσιος — of the length of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγούσιος — ία, ον, Α ο πυγονιαῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πυγούσιος παράγεται από τη λ. πυγών, όνος, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος ο τρόπος παραγωγής του. Κατά μία άποψη, πρόκειται για κάποιου είδους αναλογικό σχηματισμό, ενώ κατ άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, ο …   Dictionary of Greek

  • πυγούσιον — πυγούσιος of the length of a masc acc sg πυγούσιος of the length of a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”